Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Λαζοί "Μύθοι και αλήθειες"

   Οι Λαζοί είναι ένα από τα γηγενή, προελληνικά, έθνη του ανατολικού Πόντου ,που μαζί με το άμεσα συγγενικό τους φύλο, των Μεγρελίων, είναι οι απόγονοι των αρχαίων Κόλχων. Μελετώντας την αρχαία βιβλιογραφία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Λαζοί κατάγονται από τους Μάκρωνες, που ήταν μια από τις φυλές των Κόλχων, οι οποίες, αφομοιώνοντας τα διάφορα έθνη ή φυλές του ανατολικού Πόντου, προέκυψαν στα Ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια ως ένα έθνος με το όνομα Σάννοι, Τζάνοι ή Λαζοί.

  Η πρώτη αναφορά για τους Μάκρωνες γίνεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος σημιεώνει ότι μαζί με τους Μώσχους, Τιβαρηνούς, Μοσσυνοίκους και Μάρες, αποτελούσαν την 19η σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. 


  Ο Ησίοδος τους αποκαλεί Μακροκέφαλους, Πυγμαίους και Ημίκυνας, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι από τη χώρα τους πέρασαν και οι Αργοναύτες.


  Ο Ξενοφών, ο οποίος πέρασε από τη χώρα τους, αναφέρει ότι κατοικούσαν ανατολικά της Τραπεζούντας. Φτάνοντας στη χώρα τους, ο στρατός του Ξενοφώντα συνάντησε δάσος με πυκνή βλάστηση, που καθιστούσε αδύνατη τη διάβασή του. Στην άλλη άκρη του δάσους βρίσκονταν οι Μάκρωνες που πέρασαν τους μύριους για εισβολείς και παρατάχθηκαν για μάχη. Ο Ξενοφών με τη βοήθεια ενός στρατιώτη που ήξερε τη γλώσσα τους, τους εξήγησε ότι δεν είχαν σκοπό να εισβάλουν αλλά να διασχίσουν τη χώρα τους. Οι Μάκρωνες πείσθηκαν και βοήθησαν στον καθαρισμό του δάσους για να περάσουν τα υποζύγια καθώς επίσης βοήθησαν με τρόφιμα και στην ομαλή διάβαση τους από τη χώρα τους. 

Σύμφωνα με τον Στράβωνα, στην εποχή του τους Μάκρωνες τους ονόμαζαν Σάννους, άποψη που υποστηρίζει και ο Στέφανος Βυζάντιος.
Μεγρέλιος
Λαζοί



















  
Από τον 6ο αιώνα οι Σάννοι είναι γνωστοί με το όνομα Τζάνοι (έτσι αποκαλούν τους Λαζούς, οι Γεωργιανοί σήμερα). Το ίδιο συνέβη και με το όνομα της περιοχής που κατοικούσαν. Μέτα την κατάκτηση από τους Ρωμαίους η Κολχική μετονομάστηκε σε Λαζική (Lazicum). Στα βυζαντινά χρονιά η ονομασία Κολχίδα έπαψε να χρησιμοποιείται και αντικαταστάθηκε με την ονομασία Λαζική. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α', τους υπέταξε το 522 και τους εκχριστιάνισε. Ο Φαλμεράγιερ ονομάζει τους Λαζούς, Κόλχους και τοποθετεί την περιοχή τους από τα νότια της Τραπεζούντας μέχρι ανατολικά. Ένα μέρος των Λαζών, με τον εκχριστιανισμό τους, εξελληνίστηκαν και αφομοιώθηκαν από τον ελληνόφωνο πληθυσμό, που πριν την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία. Σε αυτούς πάλι, που ο εξελληνισμός ήταν επιφανειακός και που δεν έγινε σε βαθύ επίπεδο, ώστε να απολέσουν τη μητρική τους γλώσσα, υπάρχει μέχρι σήμερα ελληνική επιρροή στην γλώσσα τους, ειδικά στο λαζικό ιδίωμα της Αθηνάς (Ατίνα-Παζάρ) η οποία έχει αρκετές ελληνικές λέξεις (μωρό, έλα, κ.α.). Με την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας στους Τούρκους, οι Λαζοί άπω τα πρώτα χρονιά, ασπάστηκαν των μωαμεθανισμό.
  Ένας γνωστός μύθος, που υποστηρίζεται συστηματικά από την επίσημη ποντιακή ιστορία, είναι η υποτιθεμένη καταγωγή των Λαζών από τους αρχαίους Αιγυπτίους. Αυτό βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ο οποίος λέει ότι οι Λαζοί κατάγονται από τον στρατό του  Φαραώ Σέσωστι. Αυτό το υποθέτει γιατί οι Λαζοί ήταν το μόνο έθνος στην περιοχή που έκανε περιτομή όπως και οι Αιγύπτιοι. Αλλά αυτό το έθιμο δεν αποδεικνύει συγγένεια ή έστω κάποια μακρινή καταγωγή από τους αιγυπτίους. Αντιθέτως, το γεγονός ότι οι Λαζοί μιλάνε μια γλώσσα που ανήκει στην Νοτιοκαυσιανή ομογλωσσία ενώ η γλώσσα των αιγυπτίων ανήκει στην Αφροασιατική ομογλωσσία. Αν οι Λαζοί ήταν αιγυπτιακής καταγωγής θα μιλούσαν μια γλώσσα που δε θα χε συγγένεια με τους γειτονικούς λαούς.



  Τα Λαζικά μαζί με τα Μεγρέλικα αποτελούν τον πρώτο-Σαννικό κλάδο των Νοτιοκαυκασιανών γλωσσών. Η διάφορα μεταξύ τους είναι σε επίπεδο διαλέκτου και όχι γλώσσας. Οι Μεγρέλιοι, που κατοικούν στη σημερινή Γεωργία, είναι άμεσα συγγενική ομάδα με τους Λαζούς. Και οι δυο ομάδες αποτελούν φυλές του ιδίου έθνους.

 

O εκχριστιανισμός των γύρω φυλών και η διατήρηση της Ρωμαϊκής ονομασίας τον ανατολικών παράλιων από τους Βυζαντινούς, ως Λαζική,  δημιούργησαν στις λαϊκές μάζες τη γνώμη ότι η χώρα του Πόντου κατοικείται μόνο από Λαζούς. Και επικράτησε δε τόσο η εσφαλμένη αυτή άποψη ώστε, στην Κωνσταντινούπολη και στις πέρα από αυτή χώρες, να ονομάζουν τους Έλληνες του Πόντου, Λαζούς.
Με το σκούρο Ροζ είναι οι περιοχές όπου κατοικούν οι Λαζοί
  Η λαθεμένη αυτή εντύπωση ότι οι πέραν της Κωνσταντινούπολης εκτάσεις ανήκουν στην Λαζική άρα στους Λαζούς, έδινε μία νέα προσωνυμία στον Ελληνισμό του Πόντου, στη διάδοση της οποίας συνέβαλλαν και οι Βυζαντινοί ιστορικοί του 12ου και 13ου αιώνα, οι οποίοι όταν αναφέρονταν στους Πόντιους αυτοκράτορες, για να τους μειώσουν έναντι των Βυζαντινών, χρησιμοποιούσαν υποτιμητικούς τίτλους όπως "Ο άρχοντας των Λαζών".

  Ακόμη και σήμερα, πολλές φορές οι ίδιοι οι Πόντιοι, αγνοώντας τη διαφορά Ποντίων και Λαζών, αυτοαποκαλούνται Λαζοί.
 
  Άλλος ένας μύθος που προωθούν τα ποντιακά βιβλία ιστορίας είναι το ότι ο Τοπάλ Οσμάν είχε λαζική καταγωγή. Ο Τοπάλ Οσμάν, ο δήμιος του ποντιακού ελληνισμού, καταγόταν από την πόλη Γκιόρελε της Κερασούντας. Η Γκιόρελε κατοικείται από τη φυλή των Τσέπνιδων που είναι Τουρκομανική φυλή και δεν έχει καμία σχέση με τους Λαζούς.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Μετακινησεις ελληνικών πληθυσμών στον Ποντο

  Η φτώχεια και οι διώξεις των Τούρκων ανάγκασαν πολλούς κατοίκους του Πόντου να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να προωθηθούν άλλοι προς την Κωνσταντινούπολη, άλλοι προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και την ενδοχώρα του Πόντου, ενώ πολλοί Καππαδόκες και Καραμανίτες κατευθύνθηκαν προς τα παράλια του Ευξείνου. Η κάθοδος των Καππαδοκών προς τον Εύξεινο και των Ποντίων της ενδοχώρας προς την Καππαδοκία αποδεικνύεται και από τις αλληλεπιδράσεις στα γλωσσικά τους ιδιώματα.

   Τα τουρκικά αρχεία φανερώνουν έμμεσα αυτές τις μετακινήσεις που επισυνέβησαν το 16αι. Έτσι, ο χριστιανικός πληθυσμός της Κασταμονής, μέσα στο 16ο αι., από 570 οικογένειες αυξήθηκε σε 1.889. Της Γάγγρας, την ίδια περίοδο, από 81 οικογένειες έγινε 453. Ακόμη και στο λιβά Μπόλου, όπου σε προηγούμενες απογραφές δεν σημειώνονταν χριστιανοί κάτοικοι, στην απογραφή του 1570-1580 εμφανίζονται 134 χριστιανικές οικογένειες. Ο Γάλλος περιηγητής V. Cuinet, βασιζόμενος μόνο στις προφορικές παραδόσεις, σημείωνε ότι οι Έλληνες της Γάγγρας των τελευταίων αιώνων ήταν εν μέρει απόγονοι των παλιών κατοίκων της Παφλαγονίας και εν μέρει απόγονοι Ελλήνων εμπόρων της Καισάρειας και της Άγκυρας, που εγκαταστάθηκαν εκεί μεταξύ 1650-1700.

  Το ρεύμα έφτασε και στο Παρθένιο (Μπαρτίν), κωμόπολη που απείχε τρεις ώρες από τον Εύξεινο. Το Μπαρτίν στις αρχές του 20ού αι. κατοικούνταν από 1.500 Έλληνες (σε σύνολο 10.000), εποίκους από τη Σαφράμπολη, τη Σινώπη, την Καισάρεια, το Προκόπιο κ.ά.
Ποντοηράκλεια

  Η Ποντοηράκλεια, η οποία στα 1404 κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, φαίνεται ότι στη διάρκεια του 15ου αι. έχασε ένα μέρος από τον ελληνικό πληθυσμό της, και τούτο τεκμαίρεται από το ότι η πόλη αυτό τον αιώνα έπαψε να εμφανίζεται στον κατάλογο των μητροπόλεων. Ωστόσο στην πόλη έμεινε ένας μικρός πυρήνας του παλιού βυζαντινού πληθυσμού της, ο οποίος ενισχύθηκε με την προσέλευση νέων εποίκων από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας (τουρκόφωνων στην πλειοψηφία τους), κατά τα τέλη του 17ου αι. και έπειτα. Οι Τούρκοι της πόλης στα μέσα του 17ου αι. μετοίκησαν στην παραλία, χτίζοντας ένα ξεχωριστό οικισμό, που τον ονόμασαν Ερεγλί, ενώ η παλιά Ηράκλεια πήρε το όνομα Γκιαούρ Ερεγλί ή Τεπέκιοϊ. Όταν αυξήθηκε ο χριστιανικός πληθυσμός της, έγινε η ανασύσταση της επισκοπής Ποντοηρακλείας (στα 1672).

  Η Άμαστρη στις αρχές του 17ου αι. κατοικούνταν από Τούρκους, Έλληνες και Αρμενίους. Ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της, όμως, πρέπει να καταγόταν από εντόπιους, αφού η πόλη είχε παραδοθεί με συνθήκη στον Μεχμέτ Β’ (1460).

Κασταμόνη
  Αλλά και στις περιοχές Κασταμονής και Σινώπης οι Έλληνες προέρχονταν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από απογόνους αρχαίων Ελλήνων αποίκων. Στη Σινώπη, ο εντόπιος ελληνικός πληθυσμός ελαττώθηκε υπερβολικά, αλλά ένα τμήμα του επέζησε, όπως και στην Ποντοηράκλεια. Με το πέρασμα του χρόνου, η πόλη έγινε ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Πόντου, και παρατηρήθηκε συρροή Ελλήνων προς τα εκεί από τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και από τα νησιά του Αιγαίου.
Σινώπη

  Στην Αμισό (Σαμψούντα), επίσης, διασώθηκε ένας πυρήνας από τον ελληνικό και ελληνόφωνο πληθυσμό των βυζαντινών χρόνων, ο οποίος και εδώ ενισχύθηκε με την κάθοδο Ελλήνων κατοίκων του εσωτερικού της Μ. Ασίας, κυρίως από την περιοχή της Καισάρειας. Στην ίδια αυτή περιοχή ζούσε και ο χριστιανικός πληθυσμός του Μαρσουβάν (Μερζιφούντας) και των Ζήλων. Οι Έλληνες των Κοτυώρων (Ορντού) δεν ήταν γηγενείς στο μεγαλύτερο μέρος τους, αλλά κατάγονταν από τα περίχωρα της Αργυρούπολης και κατέβηκαν στα παράλια, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, στα 1765 (ίσως όμως και από πολύ παλιότερα). Κατά μία άλλη εκδοχή, όμως, και εδώ υπήρχε ένας παλαιότερος πυρήνας, ο οποίος ενισχύθηκε με πρόσφυγες από τη Χαλδία.

  Μικρό ελληνικό πληθυσμό από τους παλαιότερους χρόνους διέσωσε και η Κερασούντα, η οποία παραδόθηκε στον Μεχμέτ Β’, έπειτα από πολιορκία οκτώ χρόνων, με συνθήκη, το κείμενο της οποίας σωζόταν ως τις αρχές του 19ου αι. (στην οικογένεια Φωτείνογλου). Κατά τους όρους αυτής της συνθήκης, Έλληνες και Τούρκοι μπορούσαν να ζουν μέσα στο κάστρο της πόλης. Πάντως, αργότερα, η ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε ώστε ν’ αυξηθεί ο πληθυσμός της και να επεκταθεί η πόλη.
Αργυρούπολη

  Ζωτικός πυρήνας του ελληνισμού στον Ανατολικό Πόντο υπήρξε η Χαλδία, η ορεινή χώρα γύρω από τον Κάνη ποταμό, απ’ όπου κυρίως κατά τον 17ο και 18ο αι. ρείθρα ζωής (Απ. Βακαλόπουλος) ξεχύθηκαν προς άλλα μέρη της Μ. Ασίας και προς τα παράλια. Κι εδώ ας σημειωθεί ότι στον Α. Πόντο, ιδίως στην πόλη και στην περιοχή της Τραπεζούντας, παρατηρήθηκε αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού μετά το 1461.

  Έτσι, η πόλη της Τραπεζούντας στα 1487 είχε 5.500-6.000 κατοίκους, οι οποίοι μέσα στα 30 επόμενα χρόνια αυξήθηκαν κατά 500 άτομα. Από αυτούς ένα ποσοστό 65% ήταν Έλληνες, ένα άλλο Αρμένιοι (12%) κι ένα άλλο μουσουλμάνοι. Μεταξύ 1520-1800 ο πληθυσμός της, καθώς και της περιοχής της, τριπλασιάζεται ή τετραπλασιάζεται.
Ριζούντα
  Η περιφέρεια μεταξύ Κερασούντας και Ριζαίου, περί το 1500, ήταν η πλέον πυκνοκατοικημένη της Μ. Ασίας· ο πληθυσμός της κυμαινόταν σε 215.000-270.000 κατοίκους, με αυξημένο το ποσοστό των Ελλήνων και των Αρμενίων (91-94% οι χριστιανοί και 6-9% οι μουσουλμάνοι). Η πλειοψηφία βέβαια ανήκε στους Έλληνες (84-89%).



Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, Τόμος 12, Μαλλιάρης παιδεία.