Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Βασίλης Φισατίδης - Ο Θρυλικός ανιχνευτής

<<...ποίος μπορεί να πεί ότι δεν θα πιάσει και τον ίδιο τον Φύρερ ; >>

Βασίλης Φισατίδης (1921-1984)
Ο πατέρας του Βασίλη, Δημήτρης Φισατίδης ήταν ιδιοκτήτης καπνοφυτειών στην πόλη Ανάπα της νότιας Ρωσίας. Μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων έχασε την περιουσία του και αναγκάστηκε να μετακομίσει μαζί με την γυναίκα του Παρασκευή και τα πέντε παιδιά του, στην πόλη Ζακατάλι του Αζερμπαϊτζάν.
Από μικρός ο Βασίλης ήταν ένα παιδί ζωντανό με εξυπνάδα και με ταλέντο στην ζωγραφική. Για να καλλιεργήσει το ταλέντο του αυτό, στην ζωγραφική πήγε μόνος του σε μια άλλη πόλη του Αζερμπαϊτζάν, το Χανχάρ όπου εκεί παράλληλα ασχολήθηκε με τα αθλήματα, της πυγμαχίας και του τζούντο, τα οποία αργότερα στον πόλεμο, του φάνηκαν πολύ χρήσιμα.

Αφότου τελείωσε με τις σπουδές του, τον Ιανουάριο του 1940 καλείται να υπηρετήσει την θητεία του στον Κόκκινο Στράτο και κατατάσσεται στην 69η μεραρχία τυφεκιοφόρων του 556ου συντάγματος πυροβολικού οπού εκεί εκπαιδεύεται ως ανιχνευτής.

Το "βάπτισμα του πυρός" για τον Βασίλη ήταν η υπεράσπιση την Μόσχας (εκεί για πρώτη φορά αιχμαλώτισε των πρώτο του Γερμανό). Στην διάρκεια του πόλεμου, οι στρατιώτες που κατάφερε να αιχμαλωτίσει έφτασαν τον απίστευτο αριθμό 156, και σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν και αξιωματικοί του γερμανικού στρατού, οι οποίοι έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες στο σοβιετικό επιτελείο. Ο τρόπος που έπιανε τους αιχμαλώτους αξίζει να αναφερθεί γιατί αποδεικνύει τις ικανότητες του και τον ηρωισμό του. Πολλές φόρες έπρεπε να διεισδύσει στην απέναντι πλευρά, στην περιοχή του αντιπάλου,εν μέσω της μάχης, και να ακινητοποιήσει και να μεταφέρει τους αιχμαλώτους στην πλευρά που βρισκόταν ο Σοβιετικούς στρατός. Με αυτόν τον τρόπο έφτασε σε αυτόν τον τεράστιο αριθμό αιχμαλώτων που άλλοι ανιχνευτές ούτε τον πλησίασαν.

Φωτογραφία του 1942 σε Σοβιετική εφημερίδα.



Αυτά τα κατορθώματά του, ανάγκασαν τον διάσημο Σοβιετικό συγγραφέα, Ηλία Έρεμπουργκ  να γράψει τα εξής για αυτόν:
<<...Αγαπητοί φίλοι! Για τα κατορθώματα σας είναι περήφανη η Ρωσία. Γνωρίζουμε το φόβητρο των "Φρίτσιδων", τον ατρόμητο ανιχνευτή Φισατίδη. Αυτός ξέρει πώς να κάνει τους φασίστες να σκάνε από το κακό τους. Ήδη αιχμαλώτισε 150 Φρίτσιδες. Ποιος μπορεί να πει ότι δεν θα πιάσει και τον ίδιο τον "Φίρερ";...>>

Οι Γερμανοί είχαν επικηρύξει τον Φισατίδη, με την αμοιβή των 25.000 μάρκων νεκρό και 50.000 ζωντανό, όπως και με το παράσημο του Σιδηρού Σταυρού σε όποιον τον έπιανε ζωντανό ή νεκρό, χωρίς όμως αυτό να φέρει αποτέλεσμα.


Κατά την διάρκεια του πολέμου, του απονεμήθηκαν έξι πολεμικά παράσημα και μετάλλια, δεν του απονεμήθηκε ποτέ όμως, ο τιμητικός τίτλος του Ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, ο ανώτατος στρατιωτικός τίτλος και παράσημο, ενώ είχε απονεμηθεί σε ανιχνευτές που έπιασαν τους μισούς αιχμαλώτους σε σχέση με τον Φισατίδη, και παρόλο που ο διοικητής της μεραρχίας που υπηρετούσε, ο στρατηγός Α. Κισιλιόφ, υπέβαλε δύο φορές επίσημα την υποψηφιότητά του. Ο λόγος που δεν του απενεμήθη αυτός ο τίτλος παραμένει άγνωστος. Μπορεί να ήταν μια από τις περιπτώσεις στις οποίες αδικήθηκαν άτομα που είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες και ηρωικά επιτεύγματα κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου. Καθοριστικό ρόλο για την αδικία αυτήν μπορεί να έπαιξε και η εθνικότητα του Βασίλη, μιας και οι 'Ελληνες ανήκαν στης μειονότητες που διώχθηκαν από το σταλινικό καθεστώς, και στους 'Ελληνες που είχαν ελληνική υπηκοότητα απαγορεύτηκε η ανέγερση μνημείων για να τιμήσουν τους νεκρούς τους που έδωσαν την ζωή τους για την Σοβιετική Ένωση στην διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Μέτα το τέλος του πόλεμου, η γυναίκα του Βασίλη, Ελισάβετ Φισατίδη με την κόρη τους Λένα ζούσαν στο σπίτι της μητέρας της στην πόλη Γκουνταούντα της Γεωργιας, όταν οι άντρες της τοπικής Ν.Κ.Β.ΝΤ. ήρθαν για έλεγχο. Η Ελισάβετ τους εξήγησε ότι ήταν σύζυγος του Βασίλη Φισατίδη, με ένα τηλεφώνημα εξακρίβωσαν αν έλεγε αλήθεια και τότε της είπαν πως έπρεπε να φύγει την άλλη μέρα, γιατί όλοι οι άλλοι κάτοικοι, μεταξύ των οποίων η μητέρα της και τα αδέλφια της, θα εκτοπίζονταν. Η Ελισάβετ ,όταν μετά από μήνες έμαθε, πού εγκαταστάθηκαν η μητέρα και τα αδέλφια της, πήρε την κόρη της Λένα και πήγε το 1949 να τους βρει στην πόλη Κεντάου του Καζακστάν. Εκεί τους συνάντησε ο Βασίλης Φισατίδης το 1951, όταν αποστρατεύτηκε με βαθμό αντισυνταγματάρχη.

Στο Κεντάου ο Βασίλης εργάστηκε σε μια επιχείρηση μεταφορών και για τις άριστες υπηρεσίες του,του απονεμήθηκε το παράσημο της Οκτωβριανής Επανάστασης. Παρέδιδε, επίσης κατά καιρούς σεμινάρια στην Στρατιωτική Σχολή επίλεκτων. Τον Φεβρουάριο του 1961 με διάταγμα του Υπουργείου Άμυνας της ΕΣΣΔ, του απονέμεται ο βαθμός του ταγματάρχη. Ως βετεράνος του Β' Παγκοσμίου του απονεμήθηκαν ακόμη 16 μετάλλια και παράσημα.

Για τα κατορθώματα του στον πόλεμο και στην περίοδο της ειρήνης γράφτηκαν τα εξής βιβλία: <<Τα σήματα του ανιχνευτή>>, <<Το κωδικό όνομα του ανιχνευτή ήταν "Γεράκι">> και <<Επιχείρηση "Δ">> του Ν. Ναούμοφ και <<Τα βράδια του Κεντάου>> του Ε. Καρντίν.

Ο τάφος του Φισατίδη στο Κεντάου.
Όταν πέθανε χιλιάδες άνθρωποι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία. Μετά την αποστράτευση του και τον θάνατο του έγιναν προσπάθειες να του απονεμηθεί ο τίτλος του Ήρωα της ΕΣΣΔ, άλλα πάλι χωρίς αποτελέσμα.

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ποία ειναι η προέλευση του ποντιακού Παshλούκ (Ο αντρικός κεφαλόδεσμος) ;

Καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι αυτός ο τύπος κεφαλόδεσμου δεν φοριόταν μόνο από τους πόντιους αλλά κι από άλλους λαούς στην περιοχή του Πόντου και γενικά του Καυκάσου. Ο  Δ.Η. Οικονομίδης, μελετητής της ποντιακής διαλέκτου και γενικά της ποντιακής λαογραφίας, αναφέρει ότι η ζήπκα (το παντελόνι και γενικά όλη η αντρική ποντιακή φορεσιά) φοριόταν από τους Λαζούς πολύ πριν φορεθεί από τους Έλληνες του Πόντου. Ακόμη λέει ότι πρώτοι οι Τούρκοι (μουσουλμάνοι) της περιοχής Τραπεζούντας υιοθέτησαν την φορεσιά αυτή και από αυτούς την πήραν οι χριστιανοί της περιοχής Σάντας και Κρώμνης και στην συνεχεία διαδόθηκε ως νεανική πολεμική στολή και σε κάποιες περιοχές ακόμη και ως γαμπριάτικη στολή.
Γεωργιανοί
Λαζοί

                                                                             
Έλληνας του Πόντου
Αμπχάζιος


Παρόμοιοι τύποι καλύμματος κεφαλής με αυτόν του ποντιακού κεφαλόδεσμου υπήρχαν από την αρχαιότητα, σε διάφορες παραλλαγές. Οι Σκύθες, οι Πάρθες και οι άλλοι ιρανικοί λαοί, είχαν καλύμματα κεφαλής, παρόμοια με τον ποντιακό. Το ελληνικό όνομα που δόθηκε στο bashlik κατά τους ελληνιστικούς χρόνους είναι Κυρβασία. Ήταν το κατεξοχήν διαδεδομένο κάλυμμα κεφαλής για τους Πάρθες ηγεμόνες και όπως φαίνεται από τα νομίσματα άρχισε να αναπαριστάται από την εποχή των Μιθριδατών. Ωστόσο κατά την περίοδο που ο Πόντος ήταν στην κυριαρχία των Μιθριδατών δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι φορέθηκε στην περιοχή ως επίσημο ένδυμα των ηγεμόνων, αντιθέτως υιοθέτησαν τον ελληνικό τρόπο ένδυσης.

Με το όνομα bashlik επίσης υπήρχαν κεφαλόδεσμοι και σε άλλους λαούς, την περίοδο των μεσαιωνικών χρόνων και αργότερα,  που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Σκυθικής όπως: οι Κουμάνοι ή Κιπτσάκ, οι Κοζάκοι και άλλοι, και ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλους τύπους καπέλων όπως το Καλπάκ και Καρακαλπάκ, της κεντρικής Ασίας. Το basklik με την μορφή που έχει και το ποντιακό παshlούλ, φορέθηκε ως παραδοσιακό κάλυμμα κεφαλής, από διάφορους λαούς του Καυκάσου, όπως : Γεωργιανούς, Αμπχάζιους, Λάζους, Τσερκέζους και άλλους.

Η ονομασία του καλύμματος bashlιk προέρχεται από την τουρκική γλώσσα  και την λέξη "Bash" ,που σημαίνει κεφάλι, και την κατάληξη luk-lik- ,δηλαδή αυτό που φοριέται στο κεφάλι.
Αρχαίος Πέρσης στρατιώτης
Θράκας στρατιώτης με Σκυθική αμφίεση

Σάκας στρατιώτης (Σκύθης)
Βαγδάτης Α'



Βαγδάτης Α'